- δυάδα
- η (AM δυάς)1. η ιδιότητα τού αριθμού δύο2. δύο όμοια πρόσωπα ή πράγματα, τα οποία θεωρούνται ως σύνολο, ζεύγοςαρχ.ο αριθμός δύο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυάδα — δυάς the number two fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάμων και Φιντίας — Δυάδα πυθαγορείων που έμεινε ως σύμβολο θαυμαστής και αμοιβαίας φιλίας. Νεότερες παραλλαγές των σχετικών περιστατικών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μύθο, ο οποίος πλάστηκε για να δείξει τη φιλία μεταξύ των πυθαγορείων. Κατά την … Dictionary of Greek
δυάδ' — δυάδα , δυάς the number two fem acc sg δυάδι , δυάς the number two fem dat sg δυάδε , δυάς the number two fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
NUMEROS (per) mysteria denotandi Veterum mos — per NUMEROS mysteria denotandi Veterum mos Animam esse ἀριθμὸν ἑαυτὸν κινοῦντα, Numerum qui se ipsum moveat, dixit Pythagoras. Idem Principia vocavit Numeros, et eorum Symmetrias harmonias, et Elementa ex utrisque composita, Geometrica. Rursus in … Hofmann J. Lexicon universale
NUMERUS Par — mali ominis habitus, apud Romanos; impar, plenus et faustior. Solinus c. 1. Graci singulis annis XI. dies et quadrantem detrabebant, eosque octies multiplicatos in annum nonum refervabant, ut contractus nonagenarius numerus in tres menses, per… … Hofmann J. Lexicon universale
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek
διδυμότης — διδυμότης, η (AM) [δίδυμος] 1. η ύπαρξη διδύμων 2. η δυάδα … Dictionary of Greek
δοιάς — δοιάς, η (Μ) [δοιοί] δυάδα … Dictionary of Greek